παρεξαγωγή

παρεξαγωγή
ἡ, Α [παρεξάγω]
1. (για αθλητές ή για εχθρό) το να εξέρχεται κανείς και να βαδίζει εναντίον κάποιου («παροδεύων ἅμα τοῑς ἄλλοις παισὶν ἐν παρεξαγωγήῇ ὑπὸ τοῡ θεοῡ ἐκκεκρίσθαι [τὸν Ἀσκληπιόν]», Αρτεμίδ. Δαλδ.)
2. η εξαγωγή, το βγάλσιμο έξω («τῇ παρεξαγωγῇ τῆς ἀχαρίστου συναγωγῆς τὴν ἀντεισαγωγὴν ἐποιήσατο τῆς εὐχαρίστου Ἄννης», Μεθόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρεξαγωγῇ — παρεξαγωγή march past fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξαγωγή — march past fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεξαγωγαῖς — παρεξαγωγή march past fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”