- παρεξαγωγή
- ἡ, Α [παρεξάγω]1. (για αθλητές ή για εχθρό) το να εξέρχεται κανείς και να βαδίζει εναντίον κάποιου («παροδεύων ἅμα τοῑς ἄλλοις παισὶν ἐν παρεξαγωγήῇ ὑπὸ τοῡ θεοῡ ἐκκεκρίσθαι [τὸν Ἀσκληπιόν]», Αρτεμίδ. Δαλδ.)2. η εξαγωγή, το βγάλσιμο έξω («τῇ παρεξαγωγῇ τῆς ἀχαρίστου συναγωγῆς τὴν ἀντεισαγωγὴν ἐποιήσατο τῆς εὐχαρίστου Ἄννης», Μεθόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.